περιστάσεως

περιστάσεως
περιστάσεω̆ς , περίστασις
standing round
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Five Ws — In journalism, the Five Ws (also known as the Five Ws (and one H), or the Six Ws) is a concept in news style, research, and in police investigations that are regarded as basics in information gathering.[1] It is a formula for getting the full… …   Wikipedia

  • δυσσύνοπτος — η, ο (Α δυσσύνοπτος, ον) νεοελλ. (για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει αρχ. αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • ευστοχώ — (ΑΜ εὐστοχῶ, έω) [εύστοχος] 1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε») 2. πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. σκέπτομαι και ενεργώ σωστά αρχ. 1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῑν… …   Dictionary of Greek

  • μακρόθεν — (AM μακρόθεν) επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά μσν. 1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά 2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος 3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος αρχ. από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ ἄν ἐκ… …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”